αβροφροσύνη

αβροφροσύνη
η [αβρόφρων]
η λεπτότητα στους τρόπους, η ευγένεια συμπεριφοράς, η προσήνεια, η καταδεχτικότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αβροφροσύνη — η το να έχει κανείς λεπτούς τρόπους: Η αβροφροσύνη ήταν το κύριο γνώρισμά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κόρτε — (I) το 1. ερωτοτροπία, φλερτ 2. φρ. «κάνω κόρτε» α) ερωτοτροπώ, φλερτάρω β) βλέπω κάτι με πόθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. corte «βασιλική αυλή» στην έκφραση fare la corte «συμπεριφέρομαι με αβροφροσύνη, φλερτάρω»]. (II) κόρτε, ἡ (Μ) η Αυλή, το σύνολο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”